- διαλφάβητος
- ο , η написанное двумя видами графики (латинскими и греческими буквами);
διαλφάβητοι επιγραφαί — надпись, сделанная двумя видами графики
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαλφάβητοι επιγραφαί — надпись, сделанная двумя видами графики
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαλφάβητος — γραμμένος με αλφάβητο δύο ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. bialphabete (Inschrift = επιγραφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek